- πιλαλώ
- Νβλ. πηλαλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιλαλώ — πιλάλησα 1. αμτβ., τρέχω: Πιλαλώ ολημερίς στους κάμπους. 2. μτβ., κάνω κάποιον να τρέξει, να καλπάσει: Πιλάλα τα πρόβατα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηλαλώ — και πιλαλώ, άω, Ν τρέχω πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα τού ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω] … Dictionary of Greek